- ἀποκρυφῇ
- ἀποκρύπτωhide fromaor subj pass 3rd sgἀποκρυφήhiding-placefem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αποκρυφή — ἀποκρυφή, η (AM) [αποκρύπτω] μσν. κρύψιμο, απόκρυψη αρχ. μέρος κατάλληλο για κρύψιμο … Dictionary of Greek
ἀποκρυφή — hiding place fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σοφονίου αποκάλυψις — Απόκρυφη ιουδαϊκή αποκάλυψη, που την αναφέρει και ο Κλήμης ο Αλεξανδρινός. Σώζονται μόνο αποσπάσματά της, στα οποία ο προφήτης Σοφονίας κάνει αποκαλύψεις από τον «πέμπτο ουρανό» … Dictionary of Greek
ἀποκρυφῆς — ἀποκρυφή hiding place fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκρυφήν — ἀποκρυφή hiding place fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποκρυφῶν — ἀποκρυφή hiding place fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Κέλτες — Λαός της κεντρικής Ευρώπης, ο οποίος, από τη 2η χιλιετία π.Χ., άρχισε να μεταναστεύει σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης. Οι Κ., έπειτα από αλλεπάλληλες μεταναστεύσεις, έφτασαν στην Ιβηρική χερσόνησο, στα Βρετανικά νησιά και στην Ιταλία (κατάληψη… … Dictionary of Greek
κακογεννήτρα — και κακόγεννη και κακογέννητη, η [κακογεννώ] 1. (για γυναίκες και θηλυκά ζώα) αυτή που γεννά δύσκολα 2. (για κότες) αυτή που γεννά σε απόκρυφη θέση και όχι μέσα στη φωλιά της, η ξενογεννήτρα … Dictionary of Greek
κρυπτογράφημα — το [κρυπτογραφώ] κείμενο που έχει συνταχθεὶ σε απόκρυφη συνθηματική γραφή … Dictionary of Greek
μυχοπόντιον — μυχοπόντιον, τὸ (Α) 1. (γενικά) απόκρυφη τοποθεσία σε μυχό θάλασσας ή λίμνης 2. (ειδικά) ονομασία σπηλαίου στην παραλία τού Εύξεινου Πόντου. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυχός + πόντος «θάλασσα»] … Dictionary of Greek